Friday, June 01, 2007

Ψυχολόγο χρειάζομαι..

Δεν είμαι μόνη μου. Έχει και άλλους που σκέφτονται το ίδιο με μένα. Όπως μου το είπε τόσο σωστά σήμερα ένας φίλος, κρατάω την μικρή μου τραγωδια, και δεν την αφήνω. Για να έχω κάτι να με πέρνει από κάτω. Φοβάμαι ότι μόλις πάρω τα πάνω μου κάτι θα γίνει και θα με ρίξει πάλι... Φόβος εδώ και πέντε χρόνια. Ξέρω από που ξεκίνησε δεν ξέρω πως να το σταματήσω. Τουλάχιστον για σήμερα μια επίσκεψη στα Jumbo θα με φέρει στα ίσια μου.

Πως θα είναι αν αφήσω την τραγωδία μου άραγε? Ούτε θυμάμαι πλέον.

...

Και υπάρχουν τόσα πιο σοβαρά πράγματα στον κόσμο...

2 comments:

Plou said...
This comment has been removed by the author.
Plou said...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χοντρό μπιζέλι που έμαθε να χορεύει και ένιωθε περιέργα - ίσως και ντροπή γιατί φοβόταν πως είναι αστείο να χορεύεις χωρίς πόδια - γιατί τα άλλα μπιζέλια δεν ήξεραν να χορεύουν και θα το κοιτούσαν με την άκρη του ματιού τους έτσι κι έκανε μια από τις αγαπημένες του φιγούρες μπροστά τους. Γι'αυτό το λόγο - ίσως και γιατί ήταν λίγο πιο χοντρό από τα άλλα χοντρά μπιζέλια - αποφάσισε να μη μιλήσει σε κανέναν για τις χορευτικές του ικανότητες. Πέρασαν πέντε χρόνια - ίσως και περισσότερα, τα μπιζέλια εκτός από πόδια δεν έχουν ούτε μνήμη - και το χοντρό μπιζέλι ένιωθε ότι είχε πια εγκλωβιστεί στο καταπράσινο στρουμπουλό του σώμα. Μια μέρα εκεί που γύρναγε σπίτι του μετά από μια βαρετή βραδιά έξω με τους φίλους του, πέρασε από ένα δρόμο που δε συνήθιζε να περνάει. Ήταν λίγο σκοτεινά και τρομακτικά αλλά εκείνη η βραδιά εκτός από βαρετή ήταν και κάτι άλλο, κάτι πιο ζεστό και λίγο μυστηριώδες με μια διάθεση εξερεύνησης, γι'αυτό και το χοντρό μπιζέλι δεν πτοήθηκε και συνέχισε. Κι εκεί, κάπου στην άκρη του δρόμου - ίσως και στην άκρη του πεζοδρομίου, δεν έχει και τόση σημασία - είδε μια σχισμή, ένα μικρό άνοιγμα μέσα από το οποίο πέρναγε λίγο φως και ένας ήχος που έμοιαζε με μουσική. Το χοντρό μπιζέλι έσκυψε - ίσως και απλά να κύλησε αφού τα μπιζέλια δεν μπορούν να σκύψουν γιατί δεν έχουν μέση - και είδε κάτι που δεν περίμενε ποτέ πως θα το έβλεπε. Πολλά άλλα μπιζέλια, χοντρά κι αδύνατα, είχανε στήσει έναν απίστευτο χορό πιασμένα χέρι χέρι με ένα σωρό άλλα λαχανικά. Ήταν ένα θέαμα μαγικό, σαν τα όνειρα που έβλεπε τότε που ήθελε να χορέψει και δε μπορούσε γιατί φοβόταν. Δεν έψαξε πολύ για να βρει την είσοδο στο υπόγειο που είχε ανάψει για τα καλά το γλέντι. Γνωρίστηκε με όλους, κάποιους τους ήξερε κι από πριν και όλοι μαζί μοιραστήκανε τη χαρά τους που η παρέα αυτή μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μια μέρα θα μεγάλωνε τόσο πολύ που δε θα χώραγε άλλο σε αυτό το υπόγειο και θα έπρεπε να βγούνε όλοι μαζί επάνω και πέρα από το σκοτεινό δρομάκι, μέχρι την άκρη της πόλης και της χώρας και του κόσμου ολόκληρου - ίσως και του γαλαξία, αν και τα μπιζέλια δεν ξέρουνε από αστρονομία.